σατραπίς

Revision as of 09:00, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(σε συνεκφορά με το ναῦς) πλοίο που χρησιμοποιούσε ο σατράπης, σατραπική θαλαμηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + επίθημα -ίς (πρβλ. τυρανν-ίς)].