δεικτός

Revision as of 10:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ή, όν, A capable of proof, Arist. AP0.76b27. 2 perceptible, Phlp.in Cat.88.21.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 comprobable, demostrable Arist.APo.76b27, Gal.8.678.
2 perceptible Dam.in Prm.439, Phlp.in Cat.88.21.

Greek (Liddell-Scott)

δεικτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ, ἐπιδεικτικὸς ἀποδείξεως, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 10, 7.

Greek Monolingual

δεικτός, -ή, -όν (Α) δείκνυμι
1. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί, που επιδέχεται απόδειξη
2. κατανοητός, αντιληπτός.

Russian (Dvoretsky)

δεικτός: могущий быть доказанным, доказуемый Arst.