δελήτιον
English (LSJ)
τό, Dim. of δέλεαρ, Sophr.118 ( = [S.]Fr.1124).
Spanish (DGE)
-ου, τό
pequeño cebo Sophr.125
•seducción, engaño Hdn.Epim.18, Eust.1721.1.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δελήτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δέλεαρ, Σοφ. ἐν τῷ Μ. Ε. 254. 53.
Greek Monolingual
δελήτιον, το (Α)
μικρό δόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δέλεαρ με συναίρεση του -εα- σε -η].