δυσεξεύρετος

Revision as of 11:32, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, hard to find out, Id.HA611a26, Plu.2.407f.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de encontrar, τόποι Arist.HA 611a26, σπήλαια D.C.Epit.8.18.14, c. dat. de pers. θῆκαι ... δυσεξεύρετοι μακρὰν ἀπαίρουσι τῆς Ἑλλάδος Plu.2.407f
fig. difícil de descubrir, recóndito πάθη Mac.Aeg.Serm.C 7.1
difícil de inventar c. dat. de pers. πολλὰ ... τοῖς ἄλλοις δυσεξεύρετα D.S.30.20.

German (Pape)

[Seite 679] schwer aufzufinden; τόποι Arist. H. A. 9, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξεύρετος: -ον, δυσκόλως ἐξευρισκόμενος ἢ ἀνακαλυπτόμενος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 5, 3, Πλούτ. 2. 407F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à trouver.
Étymologie: δυσ-, ἐξευρίσκω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξεύρετος, -ον)
αυτός που δύσκολα ανακαλύπτεται ή ερευνάται («ἡρώων ἀπόρρητοι θῆκαι δυσεξεύρετοι», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. δυσκολοκατόρθωτος
2. αυτός τον οποίο δύσκολα εξευρίσκει ή προμηθεύεται κάποιος.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξεύρετος: с трудом находимый, скрытый, потаенный (τόποι Arst.; θεῶν ἱερά Plut.).