γρύψ

Revision as of 11:49, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

gen. γρῡπός, , A griffin, Aristeasap. Hdt.3.116, cf. 4.13, A. Pr.804, IG12.280.80; τράπεζα ἔχουσα πόδας ἀναγλύπτους γρῦπας SIG 996.10 (Smyrna). II a bird, prob. the Lämmergeier, LXX Le. 11.13, De.14.13. III pl., part of a ship's tackle, or anchor, Hsch.

Spanish (DGE)

-πός, ὁ
• Alolema(s): γρύφς IG 13.351.12 (V a.C.)
• Prosodia: [-ῡ-]
I anim.
1 grifo anim. fantástico, Hes.Fr.152, Verg.B.8.27, Plin.HN 10.136, Paus.8.2.7, localizado en los pueblos hiperbóreos como monstruo que extrae y guarda el oro, entre los arimaspos οἱ χρυσοφύλακες γρῦπες Hdt.4.13 (= Aristeas Epic.2), cf. 3.116, D.P.Au.1.2, rel. tb. c. Zeus ὀξυστόμους ... κύνας γρῦπας A.Pr.804, en la India, Luc.DMar.15.4, Arr.An.5.4.3, Ael.NA 4.27, consagrado al Sol, Philostr.VA 3.48, 6.1, tb. rel. c. el Sol en Etiopía, Hld.10.4.1, 26.2, en el Océano oriental Phys.B 182.4, οἱ Γρῦπες tít. de una comedia de Platón el Cómico, Sud.s.u. Πλάτων
frec. representado en la iconografía, en el Partenón IG l.c., descrito c. cuerpo de león, alas y pico de águila en el casco de la esfinge, Paus.1.24.5, 6, como adorno en las patas de una mesa ISmyrna 753.10 (I d.C.), κάνναθρα ... εἴδωλα γρυπῶν ξύλινα Plu.Ages.19
burlescamente de un auriga que se caía a menudo AL 327.8.
2 en el AT, animal no identificado, quizá el quebrantahuesos anim. abominable, LXX Le.11.13, Origenes M.17.25B, cf. prob. Hsch. y γυπονέμεσις.
II téc.
1 náut., parte del aparejo de una nave, Hsch.
ancla Hsch.
2 mec. máquina de guerra no identificada, lat. grifus, Not.Tir.77.45.
• Etimología: Etim. dud. Quizá deriv. de γρυπός por analogía c. γρύψ, o alteración de γύψ por influjo de γρυπός. O quizá se trate de un prést., cf. acad. karūbu.

German (Pape)

[Seite 507] γρυπός, ὁ, der Greif (vgl. γρυπός, nach dem Schnabel benannt), ein fabelhafter Vogel, Her. 3, 116 u. öfter, der ihrer als Wächter der Goldgruben u. ihres Kampfes mit den Arimaspen erwähnt; vgl. Aesch. Prom. 806 u. Ael. H. A. 4, 27; Arr. An. 5, 4, 7; Paus. 8, 2, 7 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γρύψ: γεν. γρυπός, ὁ, μυθολογικόν τι πλάσμα, ἔχον κεφαλὴν καὶ πτερὰ ἀετοῦ, σῶμα δὲ λέοντος, ποικιλοτρόπως περιγραφόμενον, τὸ πρῶτον μνημονευόμενον ὑπὸ Ἀριστέου περὶ τὸ 560 π. Χ. Ἡρόδ. 3. 116, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 395. Σύλλ. Ἐπιγρ. 139. 11. [ῡ ἐν πλαγ. πτώσ., Βεργ. Ἐκλ. 8. 27, ὡς ἐν λ. γρῡπός.

French (Bailly abrégé)

γρυπός (ὁ) :
griffon, oiseau fabuleux.
Étymologie: γρυπός.

Greek Monolingual

(γρυπός), ο και γρύφονας και γρύφος (AM γρύψ, Μ και γρύψος)
1. μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού
2. γυπαετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρυπός.

Greek Monotonic

γρύψ: γεν. γρῡπός, ὁ (γρυπός), όρνιο ή δράκοντας, μυθολογικό πλάσμα με κεφάλι και φτερά αετού και σώμα λιονταριού, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γρύψ -πός, ὁ griffioen.

Russian (Dvoretsky)

γρύψ: γρῡπός ὁ гриф (баснословная хищная птица) Aesch., Her., Plut.

Frisk Etymological English

See also: s. γρυπός

Middle Liddell

γρυπός
a griffin or dragon, Hdt., Aesch.