βαβίζω

Revision as of 12:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

or ἀωτ-ύζω, = βαΰζω, Zenod. ap. Ammon.p.231 V.

Spanish (DGE)

ladrar Zenod. en Valckenaer Animadvers.ad Ammonium p.175.

German (Pape)

[Seite 423] u. βαβύζω, Sp. für βαΰζω, Zenodot. hinter Ammon.

Greek Monolingual

(Μ βαβύζω)
γαβγίζω
νεοελλ.
1. βρίζω, κατηγορώ
2. μουρμουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. βαβ, που μιμείται το γάβγισμα του σκύλου].