γαβγίζω
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
και γαβλίζω (Μ γαβγίζω)
1. αλυχτάω (αποδίδεται στη φωνή του σκύλου)
νεοελλ.
1. φρ. α) «ο σκύλος εκεί που τρώει γαβγίζει» — γι΄ αυτόν που υποστηρίζει το αφεντικό του ή τον προστάτη του
β) «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει» — αυτός που φωνάζει ή είναι ευέξαπτος δεν είναι επικίνδυνος
2. φλυαρώ
3. φωνάζω, μιλάω πολύ δυνατά.