γαβγίζω

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source

Greek Monolingual

και γαβλίζω (Μ γαβγίζω)
1. αλυχτάω (αποδίδεται στη φωνή του σκύλου)
νεοελλ.
1. φρ. α) «ο σκύλος εκεί που τρώει γαβγίζει» — γι΄ αυτόν που υποστηρίζει το αφεντικό του ή τον προστάτη του
β) «σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει» — αυτός που φωνάζει ή είναι ευέξαπτος δεν είναι επικίνδυνος
2. φλυαρώ
3. φωνάζω, μιλάω πολύ δυνατά.