ἀγάπημα

Revision as of 12:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

τό, darling, of a person, Crates Theb.Fr.12, cf. Suet.Gramm.3, Epigr.Gr.1023 (Talmis):—generally, delight; of a dainty dish, λίχνων ἀνδρῶν ἀ. Axionic.4.6; φίλον ὥραισιν ἀ. Lyr.Alex.Adesp.24.

Spanish (DGE)

-μάτος, τό
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
delicia de dioses σοφῶν ἀνδρῶν ἀ., Εὐτελία Crates Theb.SHell.361, de pers. Πανός Suet.Gram.Rhet.3, χρυσοχέλ(υ) Παιάν, Μανδοῦλι, Ἀθηνᾶς ἀ. IMEG 167.1 (Talmis, imper.)
de alimentos λίχνων ἀνδρῶν ἀ. delicia de golosos Axionic.4.6, c. dat. φίλιον ὥραισιν ἀ. prob. del vino Lyr.Adesp.8(c).

German (Pape)

[Seite 9] ατος, τό, Gegenstand der Liebe, Crat. Theb. 4 (X, 194), ἀνδρῶν ἀγαθῶν, für g. M. vgl. Axionic. Ath. VIII, 342 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάπημα: τό, Λατ. deliciæ, ἀγαπητὸν, κεχαρισμένον, ἐπὶ προσώπου, Ἀνθ. Π. 10. 104, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039· ἐπὶ ἀγαπητοῦ ἐδέσματος, λίχνων ἀνδρῶν ἀγ., Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» Φιλ. 1. 6.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet d'affection, délices.
Étymologie: ἀγαπάω.

Greek Monotonic

ἀγάπημα: -ατος, τό (ἀγαπάω), κάτι που συνιστά απόλαυση, τέρψη, λέγεται για αγαπημένο, προσφιλές έδεσμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγάπημα: ατος (ᾰγᾰ) τό предмет любви (ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἀ. Anth.).

Middle Liddell

ἀγαπάω
a delight, darling, Anth.