ἀκοντιστικός

Revision as of 12:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ή, όν, skilled in throwing the dart, X.Cyr.7.5.63: Sup., ib.6.2.4; -κά, τά, art of throwing the dart, Pl.Thg.126b; -κή, ἡ, Ael.Tact. Praef., Arr.Tact.Praef. Adv. -κῶς Poll.3.151.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 diestro con el dardo o jabalina X.Cyr.7.5.63, 6.2.4.
2 subst. τὰ ἀ., ἡ ἀ. el arte de lanzar la jabalina Pl.Thg.126b, Ael.Tact.p.232.
3 adv. -ῶς en el tiro de jabalina como deporte, Poll.3.151.

German (Pape)

[Seite 77] geschickt im Speerwerfen, Xen. Cyr. 7, 5, 63; superl. 6, 2, 4, wie Plat. Theag. 126 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκοντιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ῥίπτειν ἀκόντιον, Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. αὐτόθι 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ τέχνη τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habile à lancer le javelot.
Étymologie: ἀκοντίζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀκοντιστικός, -ή, -ὸν) ἀκοντίζω
επιτήδειος στο να ρίχνει ακόντιο
αρχ.
(το θηλυκό ενικού και το ουδέτερο πληθυντικού ως ουσ.) ἡ ἀκοντιστικὴ ή τὰ ὰκοντιστικά
η τέχνη του ακοντισμού.

Greek Monotonic

ἀκοντιστικός: -ή, -όν (ἀκοντίζω), επιδέξιος, έμπειρος στην ρίψη ακοντίου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκοντιστικός: искусный в метании копья Xen., Plut.

Middle Liddell

ἀκοντίζω
skilled in throwing the javelin, Xen.