ἀλιγύγλωσσος

Revision as of 12:54, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, with no clear voice, Timo 5.

Spanish (DGE)

(ἀλῐγύγλωσσος) -ον de voz no clara de Protágoras, Timo SHell.779.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλιγύγλωσσος: -ον, ὁ μὴ ἔχων καθαρὸν ἦχος τῆς φωνῆς, ὁ μὴ ἔχων λιγυρὰν φωνήν, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9.57.

Greek Monolingual

ἀλιγύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + -γλωσσος < γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀλιγύγλωσσος: с хриплым голосом: οὐκ ἀ. Timon ap. Sext. голосистый.