ἀμεταστρεπτί

Revision as of 12:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

[ῑ], Adv. fr. ἀμετάστρεπτος.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. -τεί Sch.A.Ch.98 adv.
1 sin volverse φεύγειν Pl.Lg.854c, X.Smp.4.50, Luc.Nigr.28, D.C.47.45.4, cf. tb. Pl.R.620e, D.H.6.17, Ph.1.517, M.Ant.8.5, Sch.A.l.c.
2 fig. sin mirar atrás, con resolución τὴν ὁδὸν εὐθεῖαν βαδίζωμεν Clem.Al.Strom.5.1.8.

German (Pape)

[Seite 122] unverwandt, ἰέναι Plat. Rep. X. 620 e; oft φεύγειν, Legg. IX, 854 c; Xen. Conv. 4, 50 Luc. Nigr. 28 u. A.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans se retourner.
Étymologie: , μετάστρεπτος.

Greek Monolingual

ἀμεταστρεπτὶ και -τεί επίρρ. (Α) ἀμετάστρεπτος
δίχως μεταστροφή, δίχως να γυρίσει κανείς πίσω, κατ’ ευθείαν μπροστά.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεταστρεπτί: или ἀμεταστρεπτεί adv. не оборачиваясь, без оглядки (ἰέναι Plat.; φεύγειν Xen., Plat.).

Middle Liddell

[from ἀμετάστρεπτος
adv. ἀμεταστρεπτί¯, or ἀμεταστρεπτεί, without turning, straight forward, ἰέναι, φεύγειν Plat.