μεταστροφή

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταστροφή Medium diacritics: μεταστροφή Low diacritics: μεταστροφή Capitals: ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: metastrophḗ Transliteration B: metastrophē Transliteration C: metastrofi Beta Code: metastrofh/

English (LSJ)

ἡ,
A turning from one thing to another, ἀπό τινος ἐπί τι Pl.R. 525c, 532b.
II turn of events, LXX 3 Ki.12.15.

German (Pape)

[Seite 154] ἡ, das Umkehren, Umwenden; ἀπὸ τῶν σκιῶν ἐπὶ τὸ φῶς, Plat. Rep. VII, 532 b, vgl. 525 c; Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de se retourner.
Étymologie: μεταστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

μεταστροφή:обращение, поворот (ἀπὸ γενέσεως ἐπ᾽ οὐσίαν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταστροφή: ἡ, τὸ μεταστρέφεσθαι, ἀπό τινος ἐπί τι Πλάτ. Πολ. 525C, 532Β.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μεταστροφή) μεταστρέφω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταστρέφω, η στροφή προς άλλη κατεύθυνση («μεταστροφῆς ἀπὸ γενέσεως ἐπ' ἀλήθειάν τε καὶ οὐσίαν», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. α) (για πλοία που πλέουν σε νηοπομπή) αλλαγή πλεύσης κατά 180°, έτσι ώστε το πρώτο πλοίο να βρεθεί τελευταίο και το τελευταίο πρώτο
β) επαναχειρισμός προς αναστροφή ανάπρωρα, δηλ. επανάληψη χειρισμού ύστερα από χειρισμό που αστόχησε
2. μτφ. αλλαγή φρονήματος, πεποίθησης ή γνώμης («η μεταστροφή του στον μαρξισμό ήταν για μένα έκπληξη»)
3. (κατ' επέκτ.) μετάνοια
αρχ.
μεταβολή τών γεγονότων («ήν μεταστροφὴ παρὰ κυρίου», ΠΔ).

Greek Monotonic

μεταστροφή: ἡ, μεταβολή, από κάτι σε κάτι άλλο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μεταστροφή, ἡ, [from μεταστρέφω
a turning from one thing to another, Plat.