ἀναντίθετος
English (LSJ)
ον, A not to be contradicted, Olymp.in Phlb.p.247 S.; αἵρεσις Simp. in Epict.p.7 D., al. II without contrary or opposite, Dam.Pr.26, Anon.in Cat.23.21.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incontestable ἡ μία ἀρχή Dam.in Phlb.62, αἵρεσις Simp.in Epict.p.7.
2 sin opuesto o contrario τοῦ δὲ ἑνὸς ἡ ἔννοια ... ἀ. Dam.Pr.26, σῶμα Anon.in Cat.23.21.
II adv. -ως sin contradicción mutua Epiph.Const.Haer.69.44 (p.192.13).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναντίθετος: -ον, πρὸς ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀντείπῃ, Ὀλυμπιόδ., Σιμπλίκ. ― Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.
Greek Monolingual
ἀναντίθετος, -ον (Α)
1. ο αναντίρρητος
2. αυτός που δεν έχει το αντίθετο του, που δεν μπορεί να βρεθεί σε σχέση αντιθέσεως με κάτι άλλο.