ἀνονείδιστος
English (LSJ)
ον, irreproachable, Nic.Dam.p.119D.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreprochable πάντα Nic.Dam.Vit.Caes.62.
2 adv. -ως irreprochablemente χορηγεῖν Herm.Sim.9.24.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνονείδιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ, ἄμεμπτος, Νικόλ. Δαμ. σ. 22, 4. ἔκδ. Πικκόλου. - Ἐπίρρ. -στως Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 103. 26.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνονείδιστος, -ον)
1. αυτός που κανείς δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, άμεμπτος, άψογος
2. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε επίπληξη.