ἀνουτητί

Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

[ῑ], Adv A without inflicting a wound, οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371. II without receiving a wound, Q.S.3.445.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ]
adv.
1 sin producir herida οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371.
2 sin recibir herida οὐκ ἄν ἀνουτητί γε τεοῦ φύγεν ἔγχεος ὁρμήν Q.S.3.445.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans blessure.
Étymologie: ἀνούτατος.

English (Autenrieth)

without inflicting a wound, Il. 22.371†. See οὐτάω.

Greek Monolingual

επίρρ. (Α) ουτώ
1. χωρίς να καταφέρει χτύπημα, να τραυματίσει
2. χωρίς να δεχθεί χτύπημα, να τραυματιστεί.

Greek Monotonic

ἀνουτητί: [ῑ], επίρρ. (οὐτάω), χωρίς τραύμα, πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνουτητί: (ῑ) adv. не нанося ран: οὐδ᾽ οἵ τις ἀ. παρέστη Hom. всякий наносил ему рану.

Middle Liddell

οὐτάω
without wound, Il.