ἀνορμίζω

Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

take [ships] from their moorings, ἐς τὸ πέλαγος τὰς ναῦς D.C.48.48:—Med., put to sea, Id.42.7:—Pass., anchor above, ὑπὲρ τόπον Id.71.2.

Spanish (DGE)

1 soltar amarras, hacer partir ἐς τὸ πέλαγος ... τᾶς ναῦς D.C.48.48.2
en v. med. abs. hacerse a la mar οὐκ ἐθάρσησεν εὐθὺς εἰς τὴν γῆν ἐκβῆναι, ἀλλ' ἀνορμισάμενος ἀνεῖχε D.C.42.7.2.
2 anclar más arriba en v. pas. νῆες ... ἄνω τοῦ ῥεύματος D.C.71.2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορμίζω: μέλλ. -ίσω, ἐξάγω ἐκ τοῦ ὅρμου τὰ πλοῖα, ἐς τὸ πέλαγος εὐθὺς τὰς ναῦς ἀνώρμισε Δίων Κ. 48. 48: ― Μέσ., ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος, ὁ αὐτ. 42. 7.

Greek Monolingual

ἀνορμίζω (Α)
1. παίρνω, βγάζω τα πλοία από το αγκυροβόλιο στο ανοιχτό πέλαγος
2. μέσ. βγαίνω στο πέλαγος.