ἀντίζηλος
English (LSJ)
ὁ, ἡ, rival, adversary, LXXLe.18.18, Si.26.6: as adjective, controversial, in rivalry, παράδοσις Vett.Val.198.11: Astrol., ὁ διάμετρος ἀ. Porph. in Ptol.Tetr.186.
Spanish (DGE)
-ον
I adj. astrol. adverso παράδοσις Vett.Val.198.11, διάμετρος Porph.in Ptol.186.
II subst.
1 ἡ ἀ. la rival en el amor, LXX Le.18.18, Si.26.6, T.Ios.7.5, fig. de la Sinagoga, Ast.Soph.Hom.3 in Ps.5 M.40.417B.
2 ὁ ἀ. el enemigo, el adversario, el rival del demonio Mart.Pol.17.1, de las imágenes ἀ. τῷ θεῷ Epiph.Const.Haer.3 (p.178.6).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίζηλος: ὁ, ἡ, ἀντίπαλος, ἀτίζηλος, ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Λευϊτ. ιη΄, 18, Σειρὰχ κϛ΄, 6).
Greek Monolingual
ο, η (Α ἀντίζηλος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται σε αμοιβαία αντίθεση με κάποιον επειδή και οι δύο διεκδικούν το ίδιο πράγμα
2. ο αντίπαλος
νεοελλ.
αντεραστής, αντεράστρια.