ἀντεκπλήσσω

Revision as of 13:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

frighten in return, Ael. NA12.15, Aristid.1.130J.

Spanish (DGE)

aterrorizar, asustar αὐτόν Ael.NA 12.15, τὸν βάρβαρον Aristid.1.130.

German (Pape)

[Seite 245] (s. πλήσσω), dagegen erschrecken, Aristid.; Ael. H. A 12, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκπλήσσω: μέλλ. -ξω, κάμνω καὶ ἐγὼ νὰ τρομάξῃ ἐκεῖνον ὅστις μὲ τρομάζει, βάτραχος ὕδρον... δέδοικεν ἰσχυρῶς· οὐκοῦν τῇ βοῇ... πειρᾶται ἀντεκπλήττειν αὐτὸν Αἰλ. π. Ζ. 12. 15.

French (Bailly abrégé)

épouvanter de son côté.
Étymologie: ἀντί, ἐκπλήσσω.

Greek Monolingual

ἀντεκπλήσσω (Α)
κάνω να τρομάξει κάποιος που με τρομάζει.