ἀντιθήγω
English (LSJ)
whet against another, ὀδόντας ἐπί τινα Luc.Par.51.
Spanish (DGE)
afilar a su vez ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει (τὸν ὀδόντα) Luc.Par.51.
German (Pape)
[Seite 252] dagegen wetzen, Luc. paras. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιθήγω: ἀντακονίζω, ἀκονίζω ἐναντίον ἀκονίζοντος, ἀλλὰ κἂν ἐπ’ αὐτὸν ὁ σῦς τὸν ὀδόντα θήγῃ, καὶ ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει Λουκ. Παράσ. 51.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἀντιθήγω (Α)
ακονίζω κι εγώ τα δόντια μου εναντίον αυτού που ακονίζει τα δικά του εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντιθήγω: μέλ. -ξω, ακονίζω πάνω σε κάτι, ὀδόντας ἐπί τινα, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιθήγω: в свою очередь точить (τὸν ὀδόντα ἐπί τινα Luc.).