ἀντιλυπέω

Revision as of 13:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

vex in return, Plu.Demetr.22, Luc.DMeretr.3.3, 12.5.

Spanish (DGE)

dañar, perjudicar por su parte, castigar τοὺς ἐχθρούς Aristid.2.436, τοὺς Ῥοδίους Plu.Demetr.22, αὐτόν Luc.DMeretr.3.3, cf. 12.5, τὸ κωλύον Ach.Tat.4.8.5
part. subst. τὸ ἀντιλυποῦν el responder con el castigo αἱ μὲν δικαιώσεις ... μόνον ἔχουσαι τὸ ἀ. Plu.2.551c.

German (Pape)

[Seite 255] dagegen kränken, sich für erlittene Kränkung rächen, Plut. Demetr. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλῡπέω: προξενῶ λύπην εἰς τὸν λυπήσαντά με, οὐχ ὑπέμεινεν ἀντιλυπῆσαι τοὺς Ροδίους Πλουτ. Δημήτρ. 22, ἀντιλυπεῖν ἐβουλόμην αὐτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Δι. 3. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
chagriner ou ennuyer à son tour.
Étymologie: ἀντί, λυπέω.

Greek Monotonic

ἀντιλῡπέω: μέλ. -ήσω, προξενώ λύπη με τη σειρά μου, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλῡπέω: причинять в свою очередь огорчение или неприятности (τινα Plut., Luc.).

Middle Liddell

to vex in return, Plut.