ἀντιλυπέω

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλῡπέω Medium diacritics: ἀντιλυπέω Low diacritics: αντιλυπέω Capitals: ΑΝΤΙΛΥΠΕΩ
Transliteration A: antilypéō Transliteration B: antilypeō Transliteration C: antilypeo Beta Code: a)ntilupe/w

English (LSJ)

vex in return, Plu.Demetr.22, Luc.DMeretr.3.3, 12.5.

Spanish (DGE)

dañar, perjudicar por su parte, castigar τοὺς ἐχθρούς Aristid.2.436, τοὺς Ῥοδίους Plu.Demetr.22, αὐτόν Luc.DMeretr.3.3, cf. 12.5, τὸ κωλύον Ach.Tat.4.8.5
part. subst. τὸ ἀντιλυποῦν el responder con el castigo αἱ μὲν δικαιώσεις ... μόνον ἔχουσαι τὸ ἀ. Plu.2.551c.

German (Pape)

[Seite 255] dagegen kränken, sich für erlittene Kränkung rächen, Plut. Demetr. 22.

French (Bailly abrégé)

ἀντιλυπῶ :
chagriner ou ennuyer à son tour.
Étymologie: ἀντί, λυπέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλῡπέω: причинять в свою очередь огорчение или неприятности (τινα Plut., Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλῡπέω: προξενῶ λύπην εἰς τὸν λυπήσαντά με, οὐχ ὑπέμεινεν ἀντιλυπῆσαι τοὺς Ροδίους Πλουτ. Δημήτρ. 22, ἀντιλυπεῖν ἐβουλόμην αὐτὸν Λουκ. Ἑταιρ. Δι. 3. 3.

Greek Monotonic

ἀντιλῡπέω: μέλ. -ήσω, προξενώ λύπη με τη σειρά μου, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to vex in return, Plut.