ἀπέδιλος

Revision as of 13:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ον, unshod, A.Pr.135, Nonn.D.5.407, al.:—also ἀπαυλ-δίλωτος, ον, Call.Cer.124.

Spanish (DGE)

(ἀπέδῑλος) -ον
que no tiene los pies ligados fig. veloz, rápido ἀπέδιλος ἀλκά Alcm.1.15, σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ A.Pr.135, cf. Pi.Fr.169.36, Nonn.D.5.407.

German (Pape)

[Seite 283] unbeschuht, Aesch. Prom. 135.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέδῑλος: -ον, ὁ ἄνευ πεδίλων, ἀνυπόδητος, Αἰσχύλ. Πρ 135. Ἐν Καλλ. ὕμν. εἰς Δήμ 124, -δίλωτος, ον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans prendre le temps de se chausser.
Étymologie: , πέδιλον.

English (Slater)

ᾰπέδῑλος unshod ποι]κιλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (]δειλ[ Π.: supp. et corr. Lobel: sc. Diomedes) fr. 169. 36.

Greek Monolingual

ἀπέδιλος, -ον (AM)
ο χωρίς πέδιλα, ανυπόδητος, ξυπόλυτος.

Greek Monotonic

ἀπέδῑλος: -ον (πέδιλον), ανυπόδητος, αυτός που δεν φοράει πέδιλα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέδῑλος: необутый Aesch.

Middle Liddell

πέδιλον
unshod, Aesch.