ἀποκεφαλιστής

Revision as of 13:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, headsman, beheader, head-chopper, decapitator, Str.11.14.14.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ verdugo encargado de decapitar Str.11.14.14.

German (Pape)

[Seite 306] ὁ, der Kopfabschneider, Strab.

Greek Monolingual

ο (AM ἀποκεφαλιστής)
1. αυτός που εκτελεί τον αποκεφαλισμό, ο δήμιος
νεοελλ.
«Αγιος Ιωάννης ο Αποκεφαλιστής» (αντί αποκεφαλισθείς)
ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν γιορτάζεται τον Αύγουστο σ' ανάμνηση του αποκεφαλισμού του.