ἀπόδρασις
English (LSJ)
Ion. ἀπό-δρησις, εως, ἡ, (ἀποδιδράσκω) A running away, escape, τὴν ἀ. ποιεῖσθαι Hdt.4.140; βουλεύειν Luc.DMort.27.9; οὐκ ἔστιν ἀ. Plu.CG1. 2 c. gen., escape from, avoidance of, στρατείας D.21.166; evasion, τῆς ἐρωτήσεως Plu.2.641c.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): jón. -δρησις Hdt.4.140
1 evasión, fuga τὴν ἀπόδρησιν ποιέεσθαι Hdt.l.c., ἡμᾶς ... ἀπόδρασιν βουλεύοντας Luc.DMort.27.9, οὐκ ἐστιν ἀ. Plu.CG 1, de un río por evaporación o filtración, Plu.2.433f.
2 acción de eludir c. gen. στρατείας D.21.166, τῆς ἐρωτήσεως Plu.2.641c, τοῦ λόγου Plu.2.359d.
German (Pape)
[Seite 302] ἡ, das Entfliehen, Luc. Mort. D. 27, 9; Plut. C. Graech. 1; s. ἀπόδρησις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδρᾱσις: Ἰων. -δρησις, εως, ἡ, (ἀποδιδράσκω) δραπέτευσις, φυγή, τὴν ἀπ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 4. 140· βουλεύειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 9. 2) μετὰ γεν., διαφυγὴ ἀπό τινος, ἀποφυγή τινος, στρατείας Δημ. 568. 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 fuite;
2 action d'esquiver, gén..
Étymologie: ἀποδιδράσκω.
Greek Monotonic
ἀπόδρᾱσις: Ιων. -δρησις, -εως, ἡ (ἀποδιδράσκω), διαφυγή, δραπέτευση, σε Ηρόδ.· με γεν., διαφυγή από κάτι, αποφυγή κάποιου πράγματος, στρατείας, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδρᾱσις: ион. ἀπόδρησις, εως ἡ
1) бегство, побег Her., Plut., Luc.;
2) уклонение (στρατείας Dem.).
Middle Liddell
ἀποδιδράσκω
a running away, escape, Hdt.: c. gen. escape from, στρατείας Dem.