ἀργόθριξ
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, white-haired, Archim.Bov.9.
Spanish (DGE)
-τριχος de pelo blanco ταῦροι Archim.Bou.169.13, 171.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργόθριξ: γεν. τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, ὁ λευκόθριξ, Ἀρχιμήδ. Πρβλ. βοεικ. 9.
Greek Monolingual
ἀργόθριξ (-τριχος) ο, η (Α)
αυτός που έχει άσπρες τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (Ι) + -θριξ < θρίξ (τριχός) (μελάνθριξ, καλλίθριξ κ.ά.)].