v. εἴλω.
v. εἰλέω.
ἐείλεον: ἴδε τὸ ῥῆμα εἴλω.
impf. poét. de εἰλέω.
see εἴλω.
ἐείλεον: Επικ. αντί εἵλεον, παρατ. του εἴλω.
ἐείλεον: и εἴλεον эп. impf. к εἰλέω или εἱλέω.