conclusive
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Clear: P. and V. σαφής.
Incontrovertible: P. ἀνεξέλεγκτος, ἀναμφισβήτητος.
Of a victory; P. and V. λαμπρός.
adj.
Clear: P. and V. σαφής.
Incontrovertible: P. ἀνεξέλεγκτος, ἀναμφισβήτητος.
Of a victory; P. and V. λαμπρός.