ἐναπερεύγω

Revision as of 15:49, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

vomit forth upon, metaph. of lust, τὸ πάθος τινί Ph.2.393, cf. 202.

Spanish (DGE)

vomitar fig. τὸ πάθος Ph.2.202, c. dat. μὴ ὡς αἰχμαλώτῳ ... ἐναπερύγῃς τὸ πάθος Ph.2.393.

German (Pape)

[Seite 828] darin ausspeien, Philo.

Greek Monolingual

ἐναπερεύγω (AM)
ξερνώ, κάνω εμετό μέσα ή πάνω σε κάτι
μσν.
μέσ. ξερνώ, ξεβράζω κάποιον σ' έναν τόπο
αρχ.
(μτφ. για ασελγή πράξη) εκσπερματίζω.