ἐμπορευτικός

Revision as of 15:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ή, όν, commercial, mercantile, Pl.Plt.290a, Max.Tyr.36.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 mercante σκάφη πολεμιστήρια καὶ ... ἐμπορευτικά Max.Tyr.36.2
subst. τὰ ἐμπορευτικά los asuntos mercantiles Pl.Plt.290a.
2 adv. -ῶς a la manera de los comerciantes ἀμείβειν Eust.764.43.

German (Pape)

[Seite 816] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch, Plat. Polit. 290 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορευτικός: -ή, -όν, ἐμπορικός, Πλάτ. Πολιτικ. 290Α.

Greek Monolingual

ἐμπορευτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στο εμπόριο, ο εμπορικός («τάχ' ἄν ἴσως τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐμπορευτικός: торговый, купеческий Plat.