торговый
From LSJ
ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
Russian > Greek
χρηματιστικός, πωλητικός, ἐμπορικός, ἐμπορευτικός, ἔμπορος, ἐμπολαῖος, ἀγοραστικός
ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba
χρηματιστικός, πωλητικός, ἐμπορικός, ἐμπορευτικός, ἔμπορος, ἐμπολαῖος, ἀγοραστικός