ἐνοκλάζω

Revision as of 15:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

squat upon, τοῖς ὀπισθίοις, of a dog, Philostr.Jun.Im.3.

Spanish (DGE)

agacharse sobre, sentarse τοῖς ὀπισθίοις un perro, Philostr.Iun.Im.3.5.

German (Pape)

[Seite 849] niederknieen auf, τινί, Philostr. jun. im. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοκλάζω: γονατίζω καὶ κάθημαι, ὁ δὲ τοῖς ὀπισθίοις ἐνοκλάσας, «καθίσας εἰς τὰ ὀπισθινά του», ἐπὶ κυνός, Φιλόστρ. 867.

Greek Monolingual

ἐνοκλάζω (Α) οκλάζω
(για σκύλο) κάθομαι οκλαδόν, γονατιστά, κάθομαι στα πίσω πόδια.