ἑλκαίνω

Revision as of 16:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

(ἕλκανον) fester, A.Ch.843.

Spanish (DGE)

sufrir una herida fig. δόμοις ... φόνῳ τῷ πρόσθεν ἑλκαίνουσι καὶ δεδηγμένοις para el palacio herido y lacerado por una muerte anterior A.Ch.843.

German (Pape)

[Seite 798] an einer Wunde leiden, verwundet sein, Aesch. Ch. 830.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλκαίνω: (ἕλκος) ἔχω ἕλκος, ἑλκοῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 843 (ἔνθα τὸ φόνῳ τῷ πρόσθεν, ὡς ὁ Paley παρατηρεῖ, εἶναι ἡ δοτικὴ ἀποδιδομένη εἰς τὸ ἑλκαίνοντι καὶ δεδηγμένῳ).

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être blessé.
Étymologie: ἕλκος.

Greek Monolingual

ἑλκαίνω (Α)
έχω έλκος.

Greek Monotonic

ἑλκαίνω: (ἕλκος), έχω έλκος, είμαι πληγωμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλκαίνω: страдать от ран, быть раненным Aesch.

Middle Liddell

to fester, Aesch. ἕλκος