αὐγοειδής
English (LSJ)
ές, of the nature of light, πνεῦμα, as the source of sight, Stoic.2.231; αἰσθητήριον, of the eye, Gal.UP8.6; brilliant, χρόα Plu. 2.922d: metaph., ψυχή ib.565d; σῶμα, πνεῦμα, Iamb.Myst.5.10, 3.11; ὄχημα luminous vehicle, Procl.in Ti.2.81 D.: Comp., Ph.1.6: Sup., ib.504, al., Eus.Mynd.63. Adv. -δῶς dub. in Ph.2.487.
Spanish (DGE)
-ές
1 luminoso πνεῦμα como fuente de la vista, Chrysipp.Stoic.2.231.20, αἰσθητήριον del ojo, Gal.3.641
•brillante, resplandeciente χρώς Plu.2.922d
•sup. φῶς Eus.Mynd.63, cf. Ph.2.187
•fig. del alma, Plu.2.565c, τὸ ὄχημα τὸ αὐγοειδές Procl.in Ti.2.81.21, 3.355.16
•compar. τὸ νοητὸν τοῦ ὁρατοῦ ... αὐγοειδέστερον Ph.1.6
•del cuerpo divino, Iambl.Myst.5.10, cf. Aristid.Quint.87.12, 25.
2 adv. -ῶς luminosamente φαιδρυναμέναις αὐ. ψυχαῖς Ph.2.487.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
αὐγοειδής: -ές, λαμπρός, φωτεινός, Πλούτ. 2. 565C· Συγκριτ.: αὐγοειδέστερον τοῦ πυρὸς Φίλων. Βίος Μωϋσ. 1, § 12, σ. 91, Ὑπερθ. αὐγοειδεστάτου φέγγους ὁ αὐτ. τ. 1. σ. 653, 38. - Ἐπίρ. -δῶς Φίλων 2. 487.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
αὐγοειδής: сияющий, блистающий Plut.