сияющий
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Russian > Greek
φαίδιμος, αἰγλήεις, αἰγλάεις, αἰγλᾶς, ἀγλαός, παναιγλήεις, πορφύρεος, πορφυροῦς, τηλαυγής, φωτεινός, λιπαρόχροος, λιπαρόχρους, λαμπρός, λευκός, φωσφόρος, φαεσφόρος, πολιός, φαέθων, φαιδρός, φαεινός, φαεννός, αὐγοειδής, ἐξαυγής, φλογώψ, ἠλέκτωρ, χρυσοφεγγής, αἰγλοφανής, ἀνθηρός, φοῖβος, ἀργῄς