δικέραιος
English (LSJ)
ον, two-horned, two-pointed, στόρθυγξ AP6.111 (Antip.(?)).
Spanish (DGE)
(δῐκέραιος) -ον
de dos puntas, ahorquillado de la cuerna de ciervo AP 6.111 (Antip.Sid.).
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
δῐκέραιος: -ον, δύο κέρατα ἔχων. Ἀνθ. Π.6.111.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
δικέραιος: двурогий, с двумя остриями (στόρθυγξ Anth.).
Middle Liddell
δικέραιος, δικέραιον adj κέρας
two-horned, two-pointed, Anth.