δικέραιος

Revision as of 18:17, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, two-horned, two-pointed, στόρθυγξ AP6.111 (Antip.(?)).

Spanish (DGE)

(δῐκέραιος) -ον
de dos puntas, ahorquillado de la cuerna de ciervo AP 6.111 (Antip.Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέραιος: -ον, δύο κέρατα ἔχων. Ἀνθ. Π.6.111.

Greek Monotonic

δῐκέραιος: -ον (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δικέραιος: двурогий, с двумя остриями (στόρθυγξ Anth.).

Middle Liddell

δικέραιος, δικέραιον adj κέρας
two-horned, two-pointed, Anth.