διασαφηνίζω

Revision as of 19:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

make clear, X.Mem.3.1.11, Ap.1; τινὶ τὰ πεπραγμένα D.H.11.33, cf. Aët.13.15:—Pass., HeroBel.98.6:

Spanish (DGE)

1 mostrar claramente, poner de manifiesto, explicar ταῦτα X.Mem.3.1.11, cf. Ap.1, Ξενοφάνης ... οὐθὲν διεσαφήνισεν Arist.Metaph.986b22, τὸ νόημα Gr.Nyss.Mort.60.7, τὸ ὅραμα Sibyll.Tib.6, cf. Aët.13.13, Sch.Pi.O.13.105, en v. pas. Hero Bel.98.6
c. interr. indir. ὅτου ἕνεκα τοὺς μὲν προτιμᾷ X.Lac.4.3.
2 informar, comunicar τῷ Οὐεργινίῳ τὰ πεπραγμένα D.H.11.33.

German (Pape)

[Seite 601] dasselbe, Xen. Mem. 6, 1, 11 u. öfter; auch Sp.

French (Bailly abrégé)

c. διασαφέω.

Greek (Liddell-Scott)

διασᾰφηνίζω: ποιῶ τι σαφές, διευκρινῶ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 11, Ἀπολ. 1.

Greek Monolingual

βλ. διασαφώ.

Greek Monotonic

διασᾰφηνίζω: μέλ. -ίσω, καθιστώ κάτι αρκετά ξεκάθαρο, διευκρινίζω, επεξηγώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διασᾰφηνίζω: Xen., Arst. = διασαφέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σαφηνίζω (helemaal) duidelijk maken, duidelijk laten zien.

Middle Liddell

fut. ίσω
to make quite clear, Xen.