διαθορυβέω

Revision as of 19:18, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

render uneasy, disquiet, τινά Th.5.29, Luc.Alex.31, Eun.Hist.p.222 D.: abs., make a great noise, Plu.Galb.18.

Spanish (DGE)

1 tr. intranquilizar, turbar τὴν Πελοπόννησον Th.5.29, τοὺς πλείστους Luc.Alex.31, τὸν Καίσαρα Eun.Hist.20.4, τὰς ἐκκλησίας Cyr.Al.Ep.1.1.7.p.148.9
en v. pas., Chrys.M.55.82.
2 intr. producir un gran tumulto, alborotar διεθορύβησαν οἱ πολλοὶ τὸ πρῶτον Plu.Galb.18
en v. med.-pas. agitarse ἡ ἐκκλησία διετεθορύβητο la asamblea había estado muy agitada Luc.Icar.33.

German (Pape)

[Seite 579] ganz verwirren, Thuc. 5, 29; Luc. Alex. 31; heftig lärmen, Plut. Oth. 19.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 troubler profondément, acc.;
2 faire un grand tumulte.
Étymologie: διά, θορυβέω.

Greek (Liddell-Scott)

διαθορῠβέω: καταταράττω, φέρω εἰς σύγχυσιν, τινα Θουκ. 5. 29, Λουκ. Ἀλ. 31· ἀπολ., κάμνω μέγαν θόρυβον, Πλούτ. Γάλβ. 18.

Greek Monotonic

διαθορῠβέω: μέλ. -ήσω, ταράζω, συγχύζω εντελώς, τινα, σε Θουκ.· απόλ., κάνω μεγάλο θόρυβο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διαθορῠβέω:
1) сильно волновать, смущать, тревожить (τὴν Πελοπόννησον Thuc.; τοὺς πλείστους Luc.);
2) поднимать сильный шум, шуметь (διεθορύβησαν οἱ πολλοί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θορυβέω hevig verontrusten; abs.: veel tumult maken.

Middle Liddell

fut. ήσω
to confound utterly, τινα Thuc.: absol. to make a great noise, Plut.