δυσημερία

Revision as of 19:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Dor. -ᾱμερία, ἡ, unlucky day: mishap, misery, δυσαμεριᾶν πρύτανιν A.Fr.236; μοῖρα δυσαμερίας S.Fr.591, cf. Plu.Eum.9.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): dór. δυσᾱμερία A.Fr.236, S.Fr.591
• Morfología: [plu. gen. -ᾶν A.l.c.]
mal día, mala suerte, adversidad σφίγγα δυσαμεριᾶν πρύτανιν κύνα A.l.c., μοῖρα δυσαμερίας S.l.c., cf. LXX 2Ma.5.6, Plu.2.168c, Arist.3, Synes.Ep.8, Chrys.M.57.62.

German (Pape)

[Seite 680] ἡ, Unglückstag, Mißgeschick; Aesch. frg. bei Ar. Ran. 1287; Soph. Frg. 518; Plut. Eumen. 9 u. öfter; bes. im plur.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvaise journée ; ennui, échec, malheur.
Étymologie: δυσ-, ἡμέρα.

Greek (Liddell-Scott)

δυσημερία: Δωρ. -ᾱμερία, ἡ, ἀτυχὴς ἡμέρα, δυστυχία, ἀθλιότης, δυσαμεριᾶν πρύτανιν Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 234) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1287· μοῖρα δυσαμερίας Σοφ. Ἀποσπ. 518· πρβλ. Πλούτ. Εὐμ. 9.

Greek Monolingual

δυσημερία, η (Α)
1. άτυχη, θλιβερή ημέρα
2. δυστυχία, αθλιότητα.

Russian (Dvoretsky)

δυσημερία: дор. δυσᾱμερία ἡ тж. pl. неудача, неуспех, тж. несчастье, беда Aesch., Soph., Plut.