βοῦνις

Revision as of 19:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, hilly, Ἀπίαν βοῦνιν A.Supp.117 (lyr.); voc. ἰὼ γᾶ βοῦνι, πάνδικον σέβας (prob. for βουνῖτι ἔνδικον) ib.776 (lyr.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [voc. βοῦνι A.Supp.776; ac. βοῦνιν A.Supp.117]
adj. fem. montuoso γᾶ A.Supp.776, cf. 117.

German (Pape)

[Seite 458] ιδος, ἡ, hügelig, γῆ Aesch. Suppl. 117. 128.

French (Bailly abrégé)

seul. voc. βοῦνι et acc. βοῦνιν;
adj. f.
couvert ou accidenté de collines.
Étymologie: βουνός.

Greek (Liddell-Scott)

βοῦνις: -ιδος, ἡ, βουνώδης, Ἀπίαν βοῦνιν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 117· κλητ., ἰὼ γᾱ βοῦνι, πάνδικον σέβας (ὡς ὁ Paley ἀντὶ βουνῖτι ἔνδικον) αὐτόθι 776.

Greek Monolingual

βοῦν ις, η (Α) βουνός
(για περιοχή) βουνώδης.

Russian (Dvoretsky)

βοῦνις: adj. f (dat. βούνι, acc. βοῦνιν) холмистая (γᾶ Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοῦνις βουνός heuvelachtig.