θηριομάχος

Revision as of 20:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fighting with wild beasts, M.Ant.10.8, Luc.Lex.19.

German (Pape)

[Seite 1209] ὁ, Thierkämpfer; Herakles, Luc. Lexiph. 19; K. S.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre les bêtes féroces.
Étymologie: θηρίον, μάχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

θηριομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς ἄγρια θηρία, Λουκ. Λεξιφ. 19.

Greek Monolingual

ο (Α θηριομάχος)
αυτός που παλεύει με άγρια θηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος, πρόμαχος].

Russian (Dvoretsky)

θηριομάχος: Diod. θηριομάχης 2 (ᾰ) борющийся с дикими зверями (Ἡρακλῆς Luc.).