θινώδης
English (LSJ)
ες, like a sandy beach, sandy, Str.8.3.14; θ. ἄγκιστρον an anchor on the sand, Trag.Adesp.379.
German (Pape)
[Seite 1212] ες, dünenartig, sandig; αἰγιαλός Strab. VIII, 344; τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut. Flam. 20; θινῶδες ὡς ἄγκιστρον ἀγκύρας σάλῳ, poet. bei Plut. de virt. mor. 6, wie der Anker im Sande nicht festhaftet.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
couvert de sable, de dunes.
Étymologie: θίς, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
θῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀμμώδει ἀκτῇ, ἀμμώδης, Στράβ. 344· θινῶδες ἄγκιστρον, ἄγκυρα ἐν τῇ ἄμμῳ, Τραγ. παρὰ Πλουτ. 2. 446Α.
Greek Monolingual
θινώδης, -ες (Α) θις
1. αμμώδης
2. αυτός που βρίσκεται στην άμμο («θινῶδες ἄγκιστρον» — άγκυρα στην άμμο).
Russian (Dvoretsky)
θῑνώδης:
1) песчаный (τόπος ἐπὶ θαλάσσης Plut.);
2) находящийся на песке, брошенный на песок (ἄγκιστρον ἀγκύρας Plut.).