καρατομέω

Revision as of 21:22, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

behead, E.Rh.586, J.BJ1.17.8, al.:—Pass., Lyc.313, Agath.1.12.

German (Pape)

[Seite 1325] den Kopf abschneiden, enthaupten; τινὰ ξίφει Eur. Rhes. 586; Sp., wie Hdn. 1, 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper la tête, décapiter.
Étymologie: καράτομος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰρᾱτομέω: ἀποτέμνω τὴν κεφαλήν, ἀποκεφαλίζω, Εὐρ. Ρῆσ. 586, Λυκόφρ. 313.

Greek Monotonic

καρᾱτομέω: μέλ. -ήσω, κόβω το κεφάλι, αποκεφαλίζω, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρατομέω [καρατόμος] onthoofden.

Russian (Dvoretsky)

κᾰρᾱτομέω: отрубать голову, обезглавливать (τινα ξίφει Eur.).

Middle Liddell

κᾰρᾱτομέω, fut. -ήσω
to cut off the head, behead, Eur.