οὐρανόνικος

Revision as of 21:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, conquering heaven, γαμετῶν οὐ. A.Supp.165 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] den Himmel besiegend, übertreffend, Aesch. Suppl. 156. 170, ἄτα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui triomphe du ciel.
Étymologie: οὐρανός, νικάω.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνόνῑκος: -ον, ὁ νικῶν τὸν οὐρανὸν, ἄτη οὐρ. = οὐράνιον ἄχος (ἴδε οὐράνιος ΙΙ. 2), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 165.

Greek Monolingual

οὐρανόνικος, -ον (Α)
αυτός που νικά τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + νίκη (πρβλ. Ολυμπιό-νικος)].

Russian (Dvoretsky)

οὐρᾰνόνῑκος: побеждающий небо, т. е. огромный, безмерный (sc. μῆνις Aesch.).