οὔνομα
English (LSJ)
v. ὄνομα.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὄνομα.
Greek (Liddell-Scott)
οὔνομα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὄνομα, Ὅμ., ὅστις ὅμως προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς ἐσφαλμένως ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251.
English (Autenrieth)
see ὄνομα.
ατος (for ὄ-γνομα, γνῶναι, cf. nomen): name; for ‘fame,’ ‘glory,’ Od. 13.248, Od. 24.93.
Greek Monolingual
οὔνομα, τὸ (Α)
(επικ. και ιων. τ.) βλ. όνομα.
Greek Monotonic
οὔνομα: τό, Ιων. αντί ὄνομα.