οὔνομα

Revision as of 21:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

v. ὄνομα.

German (Pape)

[Seite 416] τό, ion. = ὄνομα, w. m. s., so auch compp.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὄνομα.

Greek (Liddell-Scott)

οὔνομα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὄνομα, Ὅμ., ὅστις ὅμως προτιμᾷ τὸν κοινὸν τύπον, ἐν ᾧ ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν Ἰωνικόν, ὃς ἐσφαλμένως ὑπό τινων ἀντιγραφέων εἰσήχθη εἰς Σοφ. Φιλ. 251.

English (Autenrieth)

see ὄνομα.
ατος (for ὄ-γνομα, γνῶναι, cf. nomen): name; forfame,’ ‘glory,’ Od. 13.248, Od. 24.93.

Greek Monolingual

οὔνομα, τὸ (Α)
(επικ. και ιων. τ.) βλ. όνομα.

Greek Monotonic

οὔνομα: τό, Ιων. αντί ὄνομα.