κατερυκάνω
English (LSJ)
[ᾰ], lengthd. form of κατερύκω, μή μ' ἐθέλοντ' ἰέναι κατερύκανε Il.24.218.
German (Pape)
[Seite 1397] = Folgdm, Il. 24, 218, wie Orph. Arg. 645, l. d.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. κατερύκω.
Greek (Liddell-Scott)
κατερῡκάνω: ᾰ ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἑπομ., μή μ’ ἐθέλοντ’ ἰέναι κατερύκανε Ἰλ. Ω. 218.
Greek Monolingual
κατερυκάνω (Α)
(παρεκτεταμ. τ. του κατερύκω) κρατώ πίσω, εμποδίζω, αναχαιτίζω.
Greek Monotonic
κατερῡκάνω: [ᾰ], = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κατερῡκάνω: Hom. = κατερύκω.
Middle Liddell
=kateru/_kw, Il.]