ναυαγία

Revision as of 21:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

Ion. ναυηγίη, ἡ, shipwreck, Hdt.7.190,192, al., E.Hel.1070, etc.; ναυαγίᾳ χρῆσθαι, περιπίπτειν, Luc.VH2.35, Tox. 2: in plural, Pi.I.1.36 (s.v.l.); ἐν χειμῶνι καὶ ναυαγίαις Ar.Th.873.

German (Pape)

[Seite 230] ἡ, ion. ναυηγίη, Schiffbruch; Her. 7, 190. 192 u. öfter; auch Pind. (s. das Folgde); ἐκ ναυαγίας ἔφυγον, Eur. Hel. 1076; Dem. 18, 194; Sp., ναυαγίᾳ χρησάμενος, als er Schiffbruch gelitten, Luc. V. H. 2, 35; auch ναυαγίᾳ περιπεσεῖν, Tox. 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
naufrage.
Étymologie: ναυαγός.

Greek (Liddell-Scott)

ναυᾱγία: Ἰων. ναυηγίη, ἡ, ναυάγιον, «καραβοτσάκισμα», Ἡρόδ. 7. 190, 192, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ἑλ. 1070, κτλ.· ναυαγίᾳ χρῆσθαι, περιπίπτειν Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 35, Τόξ. 2· ἐν τῷ πληθ., Πινδ. Ι. 1. 52· ἐν χειμῶνι καὶ ναυαγίαις Ἀριστοφ. Θεσμ. 873.

English (Slater)

ναυᾱγία shipwreck, met.? ἄρουραν· ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.36)

Greek Monolingual

ναυαγία και ιων. τ. ναυηγίη, ἡ (Α) ναυαγός
συντριβή πλοίου, καραβοτσάκισμα, ναυάγιο («ἐν χειμῶνι καὶ ναυαγίαις», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ναυᾱγία: ἡ, Ιων. ναυηγίη, ναυάγιο, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ναυᾱγία: ион. ναυηγίη ἡ кораблекрушение Her. ναυαγίᾳ χρῆσθαι или περιπίπτειν Luc. терпеть кораблекрушение.

Middle Liddell

shipwreck, Hdt., Eur.

English (Woodhouse)

shipwreck