subs.
Act of disfiguring: P. and V. διαφθορά, ἡ, λώβη, ἡ (Plat.), λύμη. ἡ (Plat.), αἰκία, ἡ, αἴκισμα, τό, P. αἰκισμός, ὁ.
Deformity: P. αἶσχος, τό (Plat.), πονηρία, ἡ (Plat.).
Ugliness: P. αἶσχος, τό (Plat.); see ugliness.