λαλητρίς
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 9] ίδος, ἡ (fem. zu dem nicht vorkommenden λαλητής), die Schwätzerinn, χελιδόνες Agath. 12 (V, 237).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
babillarde.
Étymologie: λαλέω.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
λαλητρίς, -ίδος, ἡ (Α)
φλύαρη γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλητρίς, κληρωτρίς)].
Greek Monotonic
λᾰλητρίς: -ίδος, ἡ (λαλέω), ομιλητική γυναίκα, φλύαρη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λᾰλητρίς: ίδος adj. f болтливая, щебечущая (χελιδόνες Anth.).