μαργοσύνη
English (LSJ)
ἡ, A gluttony, Anacr.87, Luc.Epigr.2.10. II lust, wantonness, Thgn. 1271 (pl.), A.R.3.797, al.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dérèglement, débauche.
Étymologie: μάργος.
Greek (Liddell-Scott)
μαργοσύνη: τῷ ἑπομ., Ἀνακρ. 87, Θέογν. 1271.
Greek Monolingual
μαργοσύνη, ἡ (Α) μάργος
1. λαιμαργία (τῇ θ' ὑπὸ τὴν μακρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ», Λουκιαν.)
2. ακολασία, ασέλγεια, αισχρή επιθυμία.
Greek Monotonic
μαργοσύνη: ἡ, το επόμ., σε Θέογν.
Russian (Dvoretsky)
μαργοσύνη: (ῠ) ἡ жадность, ненасытность Anacr., Anth.