κορυζάω

Revision as of 22:31, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A have a catarrh, run at the nose, Pl.R.343a (with a play on signf. ΙΙ), Arist.Pr.861a18; ἀλεκτρυόνα γέροντα ἤδη καὶ -ῶντα Luc.JTr.15. II metaph., drivel, ἐκορύζων αἱ πόλεις Plb.38.12.5, cf. Phld.D.1.11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir un rhume de cerveau.
Étymologie: κόρυζα.

Greek (Liddell-Scott)

κορυζάω: ἔχω κατάρρουν τῆς ῥινός, τρέχουν αἱ μύξαι μου, Πλάτ. Πολ. 343Α (μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ), Ἀριστ. Προβλ. 1. 16, 2, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφ., ἀνοηταίνω, βλακωδῶς φέρομαι, «κορυζῶν μεμωρα(μ)μένος» Ἡσύχ., Πολύβ. 38. 4, 5.

Greek Monotonic

κορυζάω: μέλ. -ήσω, τρέχει η μύτη μου, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυζάω [κόρυζα] een loopneus hebben; overdr. neuzelen:. κορυζᾷς je zwamt Men. Sam. 546.

Russian (Dvoretsky)

κορυζάω:
1) иметь насморк Plat., Arst., Luc.;
2) быть тупоумным, делать глупости (πᾶσαι ἐκορύζων αἱ πόλεις Polyb.).

Middle Liddell

κορυζάω, fut. -ήσω [from κόρυζα
to run at the nose, Plat.